- πλατύνεται
- πλατύ̱νεται , πλατύνωwidenaor subj mid 3rd sg (epic)πλατύ̱νεται , πλατύνωwidenpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλατύνω — ΝΜΑ, πλαταίνω Ν [πλατύς] καθιστώ κάτι πλατύ ή πλατύτερο το επεκτείνω κατά πλάτος, φαρδαίνω (α. «πλαταίνουν τον δρόμο» β. «πλατύνουσι γὰρ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν», ΚΔ) νεοελλ. 1. (αμτβ.) γίνομαι πλατύς ή πλατύτερος απ ὁ,τι ήμουν, ευρύνομαι,… … Dictionary of Greek
μυοσωτίδα — Κοινή ονομασία φυτών του γένους μυοσωτίδα, της οικογένειας των βοραγινιδών (δικοτυλήδονα), η οποία περιλαμβάνει πολυάριθμα ποώδη είδη, από το κοινότατο «μη με λησμόνει» (μ. η ελοχαρής), που αυτοφύεται σε υγρές θέσεις σε ολόκληρη την Ελλάδα, έως… … Dictionary of Greek